ενάντια — (Μ ἐνάντια) επίρρ. 1. εναντίον, κατ αντίθετο τρόπο, αντίθετα, κόντρα («ενάντια στης ζωής εγώ θα πάω το νόμο», Σημηρ.) 2. δυσμενώς, αντίξοα, ανάποδα, στραβά («οι δουλειές μου πάνε ενάντια») … Dictionary of Greek
ενάντια — επίρρ. 1. εναντίον, αντίθετα, κόντρα: Πολέμησαν ενάντια στους Γερμανούς. 2. μτφ., ανάποδα, στραβά: Οι δουλειές του πάνε ενάντια τον τελευταίο καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντία — ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίᾳ — ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐναντία — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναντία — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc/acc dual ἐναντίᾱ , ἐναντίος opposite fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίας — ἐναντίᾱς , ἐναντίος opposite fem acc pl ἐναντίᾱς , ἐναντίος opposite fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίαν — ἐναντίᾱν , ἐναντίος opposite fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)